επινοώ
From LSJ
Greek Monolingual
(AM ἐπινοῶ, -έω) νοώ
1. σκέπτομαι κάτι, μηχανεύομαι, εφευρίσκω, σοφίζομαι (α. «επινόησε ολόκληρο παραμύθι για να μάς ξεγελάσει» β. «ἐπινοήσας τὰ ἧν ἀμήχανον ἐξευρεῖν τε καὶ ἐπιφράσασθαι», Ηρόδ.)
2. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
μσν.
1. ξέρω καλά
2. παθ. ἐπινοοῦμαι, -έομαι
θεωρούμαι
αρχ.-μσν.
έχω στον νου, προτίθεμαι, σκέπτομαι («ἐπενόουν οὐδὲν ἀμφότεροι», Θουκ.)
αρχ.
1. παρατηρώ
2. νομίζω, αισθάνομαι, κατανοώ.