επινοώ

From LSJ
Revision as of 20:22, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπινοῶ, -έω) νοώ
1. σκέπτομαι κάτι, μηχανεύομαι, εφευρίσκω, σοφίζομαι (α. «επινόησε ολόκληρο παραμύθι για να μάς ξεγελάσει» β. «ἐπινοήσας τὰ ἧν ἀμήχανον ἐξευρεῖν τε καὶ ἐπιφράσασθαι», Ηρόδ.)
2. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
μσν.
1. ξέρω καλά
2. παθ. ἐπινοοῦμαι, -έομαι
θεωρούμαι
αρχ.-μσν.
έχω στον νου, προτίθεμαι, σκέπτομαι («ἐπενόουν οὐδὲν ἀμφότεροι», Θουκ.)
αρχ.
1. παρατηρώ
2. νομίζω, αισθάνομαι, κατανοώ.