οικίζω

From LSJ
Revision as of 08:40, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

οἰκίζω) οίκος
κτίζω, ιδρύω συνοικισμό ή αποικία και εγκαθιστώ αποίκους
νεοελλ.
εγκαθιστώ κάποιον σε οικία, παρέχω σε κάποιον κατοικία
αρχ.
1. στέλνω σε ήδη κατοικημένη χώρα εποίκους
2. παθ. εγκαθίσταμαι κάπου, πηγαίνω κάπου για διαμονή («Τυδεὺς ἐν Ἄργει ξεῖνος ὢν οἰκίζεται», Σοφ.)
3. οικώ, κατοικώ
4. μτφ. μεταφέρω κάποιον ή κάτι («τὸν μὲν ἀφ' ὑψηλῶν βραχύν ᾤκισε», Ευρ.).