κιγκλίζω
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
English (LSJ)
A wag the tail, as the bird κίγκλος does: metaph., change constantly, οὐ χρὴ κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ' ἀτρεμίζειν Thgn. 303.
German (Pape)
[Seite 1436] oft schnell hin u. her bewegen, wie der Vogel κίγκλος den Schwanz schnell hin u. her bewegt; übertr., οὐ χρὴ κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον ἀλλ' ἀτρεμίζειν, τὸν δὲ κακὸν κινεῖν Theogn. 303, verändern.
Greek (Liddell-Scott)
κιγκλίζω: σείω τὴν οὐρὰν ὡς πτηνόν· ― μεταφορ., συνεχῶς μεταβάλλομαι, οὐ χρὴ κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ’ ἀτρεμίζειν Θέογν. 303· πρβλ. προσκιγκλίζω.
French (Bailly abrégé)
remuer vivement les hanches, la queue ; fig. changer sans cesse.
Étymologie: κίγκλος.
Greek Monolingual
(I)
κιγκλίζω (Α) κίγκλος
1. κουνώ, σαλεύω κάτι εδώ κι εκεί, κουνώ την ουρά σαν το πτηνό κίγκλος («κιγκλίζει
σαλεύει, μοχλεύει, κινεῑ», Ησύχ.)
2. μτφ. αλλάζω, μεταβάλλω συνεχώς («ού χρή κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ' ἀτρεμίζειν, τὸν δὲ κακὸν κινεῖν», Θέογν.).
(II)
κιγκλίζω (Μ) κιγκλίς
περιβάλλω, περιφράσσω με κιγκλίδωμα.
Greek Monotonic
κιγκλίζω: (κίγκλος), κουνώ την ουρά σαν πτηνό· μεταφ., αλλάζω συνεχώς, σε Θέογν.
Middle Liddell
κιγκλίζω, κίγκλος
to wag the tail:—metaph. to change constantly, Theogn.