ὁποσοσοῦν

From LSJ
Revision as of 17:08, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

German (Pape)

[Seite 362] wie viel auch immer; Thuc. 6, 56; Plat. Soph. 245 d; Luc. Iup. conf. 17.

French (Bailly abrégé)

ηοῦν, ονοῦν;
quelque grand ou nombreux que (il, elle ou cela) soit, n’importe combien.
Étymologie: ὁπόσος, οὖν.

Greek Monolingual

ὁποσοσοῦν, ὁποσηοῦν, ὁποσονοῦν (Α)
(αντων.)
1. όσο πολύς, όσο μεγάλος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὁποσονοῦν
οσοδήποτε μεγάλος, όσες φορές περισσότερος ή όσες φορές μεγαλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + οὖν (πρβλ. οιοσ-ούν)].

Russian (Dvoretsky)

ὁποσοσοῦν: ион. ὁκοσοσοῦν 3 какой бы ни был (по количеству или размерам), какой ни на есть, хоть какой-л.: εἰ καὶ ὁποσονοῦν ἐνδώσουσι Thuc. если они хоть сколько-нибудь уступят.