διάφανος

From LSJ
Revision as of 12:20, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source

Greek Monolingual

-η -ο και διαφανής, -ές (ΑΝ)
1. αυτός που αφήνει να διακρίνονται τα αντικείμενα πίσω του
2. διαυγής, καθαρός
αρχ.
1. κατακόκκινος από πυράκτωση
2. αυτός που φαίνεται μέσα από κάτι άλλο
3. σαφής, ευκρινής, φανερός
4. διαπρεπής, περίφημος, περιβόητος
5. το ουδ. ως ουσ. ορυκτό στεατίτης, τάλκης («διαφανὲς δὲ καλούμενον ὅ σπεκλάριον ὀνομάζουσι Ῥωμαῖοι», Γαλ.).