κάλυκας
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Greek Monolingual
ο (Α κάλυξ, ὁ, ἡ)
το ατελές ακόμη μισοανοιγμένο άνθος που είναι κλεισμένο εν μέρει μέσα στα σέπαλα, το μπουμπούκι («τοῖς τῶν ῥόδων [φύλλοις], ὅταν ἐν κάλυξιν ὦσι», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. το πράσινο εξωτερικό περίβλημα του άνθους, που αποτελείται από ένα ή περισσότερα σέπαλα και περικλείει τη στεφάνη και τα άλλα όργανά του
2. στρ. η μετάλλινη θήκη του φυσιγγίου τών όπλων και της οβίδας τών πυροβόλων, στην οποία μπαίνει η βολίδα και η γόμωση
3. ανατ. φρ. α) «γευστικοί κάλυκες» — καλυκοειδή επιθηλιακά μορφώματα της γλώσσας και της πρόσθιας υπερώας, στα οποία απολήγουν οι ίνες τών νεύρων της γεύσεως
β) «νεφρικοί κάλυκες» — σωληνοειδή αγγεία του εσωτερικού του νεφρού με τα οποία αποχετεύονται τα ούρα από τις νεφρικές θηλές στην κοιλότητα της νεφρικής πυέλου
αρχ.
1. (για άνθη και καρπούς) η θήκη τών σπόρων, το περίβλημα του καρπού («ἐξ ὧν ὁ καρπὸς ἐν ἄλλη κάλυκι περιφυομένῃ ἐκ τῆς ῥίζης γίνεται», Ηρόδ.)
2. (μτφ., ποιητ.) (για τη νεότητα) το άνθος, το μπουμπούκι («σταθερά... κάλυξ νεαρᾶς ἥβης», Αριστοφ.)
3. το φυτό άγχουσα
4. στον πληθ. οἱ, αἱ κάλυκες
διάφορα κοσμήματα γυναικών (πόρπες, ενώτια κ.λπ.) με σχήμα κάλυκα άνθους
5. εφιελίς
6. (κατά τον Ησύχ.) «καλύκων
ὀμματοφύλλων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -υξ (πρβλ. ἄμπ-υξ, θρῆν-υξ) και συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. kalikā «μπουμπούκι»].