εξαίρετος

From LSJ
Revision as of 12:25, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐξαίρετος, -ον) εξαιρώ
1. εκλεκτός, διαλεχτόςεξαίρετος δάσκαλος, φίλος», «πολλαὶ δὲ γυναῑκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», Ομ. Ιλ.)
2. όχι συνηθισμένος ή τυχαίος («μετ' εξαίρετου τιμής, υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξαίρετον
ό,τι δίδεται στον επιζώντα σύζυγο εκτός της κληρονομικής του μερίδας σε περίπτωση «διαδοχής εξ αδιαθέτου»
αρχ.
1. διαφορετικός
2. αυτός που εξαιρείται («ἀπέκτεινον και ἐξαίρετον ἐποιήσαντο οὐδένα», Θουκ.)
3. αυτός που αποχωρίζεται, ξεχωρίζεται για ορισμένο σκοπό («καὶ χίλια τάλαντα ἀπὸ τῶν ἐν τῇ ἀκροπόλει χρημάτων ἔδοξεν αύτοῖς ἐξαίρετα ποιησαμένους χωρὶς θέσθαι», Θουκ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξαίρετον
α) διακριτικό σημάδι
β) ξεχωριστός χαρακτήρας
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐξαίρετα
α) αναλώματα
β) μέρη μηχανήματος
γ) δώρα.
επίρρ...
εξαίρετα (AM ἐξαιρέτως)
1. σε εξαίρετο βαθμό, πάρα πολύ
2. πολύ καλά, θαυμάσια
αρχ.-μσν.
ιδίως, προπάντων
αρχ.
αποκλειστικά, εντελώς ξεχωριστά.