κατορθώνω

From LSJ
Revision as of 13:00, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

(ΑΜ κατορθῶ, -όω, Μ και κατορθώνω)
φέρνω κάτι σε αίσιο τέλος, εκτελώ κάτι με επιτυχία, καταφέρνω να κάνω κάτι, επιτυγχάνω (α. «ύστερα από πολλές προσπάθειες κατόρθωσα να σέ συναντήσω» β. «πολλὰ καὶ μεγάλα κατορθοῦσιν», Πλάτ.)
μσν.
1. μέσ. κατορθοῦμαι, -όομαι
συγκρατούμαι
2. φρ. «κατορθώνω εἰς τέφραν» — αποτεφρώνω
μσν.-αρχ.
τακτοποιώ, βάζω σε τάξη («αἱ δὲ λεαίνουσι καὶ κατορθοῦσι τὰ κηρία»)
αρχ.
1. στήνω κάτι όρθιο, ανεγείρω («λαβοῡ, πάτερ μου, καὶ κατόρθωσον δέμας», Ευρ.)
2. ιατρ. (για σπασμένο ή εξαρθρωμένο οστό) επαναφέρω στη σωστή θέση, ανατάσσω
3. επανορθώνω, διορθώνωπολλά τοι σμικροί λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς», Σοφ.)
4. φρ. «ὁ κατορθῶν φρένα» — αυτός που έχει ορθή νοημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀρθῶ «σηκώνω»].