μηχανορράφος

From LSJ
Revision as of 11:50, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνορράφος Medium diacritics: μηχανορράφος Low diacritics: μηχανορράφος Capitals: ΜΗΧΑΝΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: mēchanorráphos Transliteration B: mēchanorraphos Transliteration C: michanorrafos Beta Code: mhxanorra/fos

English (LSJ)

[ρᾰ], ον, A forming crafty plans, S.OT387: c. gen., μ. κακῶν crafty schemers of ill, E.Andr.447, cf. 1116.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνορράφος: -ον, ὁ παρασκευάζων πανοῦργα καὶ δόλια σχέδια, δολοπλόκος, Σοφ. Ο. Τ. 387· μετὰ γεν., μ. κακῶν, δόλιοι ἐργάται κακῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 447, πρβλ. 1116 - Καθ’ Ἡσύχ.: «μηχανορράφος· κατασκευαστής, ἐπινοητὴς κακῶν».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trame des machinations.
Étymologie: μηχανή, ῥάπτω.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ μηχανορράφος, -ον)
(ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που εφευρίσκει δόλια μέσα, ραδιούργος, δολοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. ιστιο-ρράφος, νευρο-ρράφος].

Greek Monotonic

μηχᾰνορράφος: -ον (ῥάπτω), αυτός που ασχολείται με δολοπλοκίες, σε Σοφ.· με γεν., μηχανορράφος κακῶν, δόλιοι πρωταίτιοι συμφορών, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνορράφος: строящий козни, коварный (μάγος Soph.): μ. κακῶν Eur. виновник несчастий.

Middle Liddell

μηχᾰνορ-ράφος, ον ῥάπτω
craftily-dealing, soph.: c. gen., μ. κακῶν crafty workers of ill, Eur.

English (Woodhouse)

cunning, maker, treacherous

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)