ἐπίτροχος

From LSJ
Revision as of 13:15, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίτροχος Medium diacritics: ἐπίτροχος Low diacritics: επίτροχος Capitals: ΕΠΙΤΡΟΧΟΣ
Transliteration A: epítrochos Transliteration B: epitrochos Transliteration C: epitrochos Beta Code: e)pi/troxos

English (LSJ)

ον, A running easily, easily inclined, ἐπιτροχώτερον ῥέψαι Hp.Art.14 ; περίπατοι ἐ. οἱ μέσοι walks which break into a run, Aret.CD1.3; βλέφαρον οὐκ ἐ. not very mobile, Id.SD1.7 : metaph., tripping, μέλη Hld.4.17 ; ῥυθμοί Aristid. Quint.2.15 ; voluble, glib, στωμύλα καὶ ἐ. λαλεῖν Luc.DDeor.7.3 ; ἐ. καὶ ἀσαφὲς φθέγγεσθαι Id.Nec.7. Adv. -ως, φθέγγεσθαι Ael.NA7.7.

German (Pape)

[Seite 997] = ἐπιτρόχαλος, eilig, schnell, geläufig, μέλος Hel. 4, 17; bes. von der Aussprache, ἐπίτροχον καὶ ἀσαφὲς λαλεῖν Luc. Necyom. 7; D. D. 7, 3; τεττιγῶδές τι πυκνὸν καὶ ἐπίτροχον συνάπτουσι id. – Adv., κόραξ ἐπιτρόχως καὶ ταχέως φθεγγόμενος Ael. H. A. 7, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίτροχος: -ον, εὐκόλως τρέχων, εὐκόλως κλίνων, μετ’ ἀπαρ., Ἱππ. 792Β, ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. ἐπίφορος· μεταφ., ταχύς, γοργός, μέλη, ῥυθμοὶ Ἡλιόδ. 4. 17· γοργῶς, ταχέως λαλῶν, λαλοῦντες ἤδη στωμύλα καὶ ἐπίτροχα Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 3· ἐπίτροχόν τι καὶ ἀσαφὲς ἐφθέγγετο ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 7. - Ἐπίρρ. ἐπιτρόχως λαλεῖν Αἰλ. π. Ζ. 7. 7. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίτροχον· ῥᾴδιον. ἕτοιμον. γοργόν».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court rapidement, rapide, bref.
Étymologie: ἐπιτρέχω.

Greek Monolingual

ἐπίτροχος, -ον (AM) τροχός
μσν.
αυτός που γίνεται γρήγορα, στα πεταχτά («ἐπιτρόχῳ ἀνακεφαλαιώσει», Ευστ.)
αρχ.
1. αυτός που τρέχει, που κλίνει εύκολα, ο ευκίνητος («ἐπιτροχώτερον ῥέψαι», Ιπποκρ.)
2. γρήγορος, γοργός
3. (για λόγο) αυτός που λέγεται γοργά, με φλυαρία («ἤκουσας αὐτοῡ καὶ λαλοῦν τος ἤδη στρωμύλα καὶ ἐπίτροχα», Λουκιαν.).
επίρρ...
ἐπιτρόχως
ταχέως, γοργά, γρήγορα.

Greek Monotonic

ἐπίτροχος: -ον (ἐπιτρέχω), ευφραδής, φλύαρος, ετοιμόλογος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίτροχος: быстрый, торопливый: ἐπίτροχον λαλεῖν Luc. быстро лепетать.

Middle Liddell

ἐπίτροχος, ον ἐπιτρέχω
voluble, glib, Luc.