ἐπιψύχω
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
[ῡ], A cool, A.R.2.525, Ph.2.345, Plu.Sert.8. II Pass., take a chill afterwards, Hp.Mul.1.54; but ἐπιψυγῆναι to be cooled still more, Gal.11.567.
German (Pape)
[Seite 1006] abkühlen, γαῖαν ἐπιψύχουσιν ἐτήσιοι Ap. Rh. 2, 525; Plut. Sertor. 8; Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιψύχω: καθιστῶ τι ψυχρόν, «δροσερόν», γαῖαν ἐπιψύχουσιν ἐτήσιοι ἐκ Διὸς αὖραι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 525, Πλουτ. Σερτ. 8.
French (Bailly abrégé)
souffler sur ; rafraîchir, acc..
Étymologie: ἐπί, ψύχω.
Greek Monolingual
ἐπιψύχω (Α)
1. καθιστώ ψυχρό κάτι
2. παθ. ἐπιψύχομαι
α) κρυώνω, αισθάνομαι κατόπιν παγωμένος
β) κρυώνω ακόμη περισσότερο.
Greek Monotonic
ἐπιψύχω: [ῡ], ψύχω, δροσίζω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιψύχω: (ῡ) остужать, охлаждать Plut.
Middle Liddell
to cool, Plut.