εὐήνεμος
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
English (LSJ)
Dor. εὐάν- [ᾱ, exc. in AP9.555 (Crin.) ], ον, A well as to the winds, i.e., I serene, calm, πόντου χεῦμα E.Fr.316; πλόος εὐ. a fair voyage, Theoc.28.5. b epithet of Zeus at Sparta, Paus.3.13.8. 2 sheltered from the wind, λιμένες E.Andr.749 (and perh. also λίμνα S.Fr.371 (lyr.)); χώρα Luc.Abd.27. II open to the wind, [ὡς πῦρ] ἐν εὐανέμοις βάσσαις (cf. εὔπνοος ΙΙ) S.Aj.197 (lyr.), cf. Orib.9.20.1.
German (Pape)
[Seite 1067] mit gutem Winde, πόντου χεῦμα, das von gutem Winde leicht bewegte Meer, Eur. Dan. 10; λιμήν, vor Winden geschützt, Andr. 750; χώρα, Luc. Abd. 27. Vgl. εὐάνεμος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐήνεμος: Δωρ. εὐάνεμος ᾱ, πλὴν ἐν Ἀνθ. Π. 9. 555, ον· ὁ ἔχων καλῶς ὡς πρὸς τοὺς ἀνέμους· δηλ. Ι. εὐδιεινός, καλός, ἀχείμαστος, πόντου χεῦμ’ ἰδεῖν εὐήνεμον Εὐρ. Ἀποσπ. 318· τυῖδε γὰρ πλόον εὐάνεμον αἰτήμεθα πὰρ Διὸς Θεόκρ. 28. 5 - ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ἐν Σπάρτῃ, Παυσ. 3. 13, 8. 2) μὴ προσβαλλόμενος ὑπὸ ἀνέμων, λιμήν Εὐρ. Ἀνδρ. 749· χώρα Λουκ. Ἀποκηρ. 27. ΙΙ. ἐκτεθειμένος εἰς τὸν ἄνεμον, καλῶς διαπνεόμενος, ὡς πῦρ ἐν εὐανέμοις βάσσαις (πρβλ. εὔπνοος ΙΙ) Σοφ. Αἴ. 197· καὶ οὕτω πιθαν, εὐαν. λίμνας ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 341.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien exposé au vent, bien aéré (pays).
Étymologie: εὖ, ἄνεμος.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐήνεμος, -ον
Α και δωρ. τ. εὐάνεμος, -ον)
(για τόπο) αυτός που δεν προσβάλλεται από σφοδρό άνεμο, ο απάνεμος («λιμένας ἧλθες εἰς εὐηνέμους», Εὐρ.)
αρχ.
1. ο εκτεθειμένος στον άνεμο
2. (για ταξίδι) με ευνοϊκό άνεμο («πλόος εὐάνεμος»)
3. (ως επίθ. του Διός) αυτός που στέλνει ευνοϊκό άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άνεμος. Το -η- (ᾱ) λόγω της συνθέσεως].
Greek Monotonic
εὐήνεμος: Δωρ. εὐ-άνεμος, -ον, αυτός που έχει καλά τους ανέμους, δηλ.:
I. απάνεμος, ήρεμος, γαλήνιος, σε Ευρ.
II. εκτεθειμένος στον άνεμο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐήνεμος: дор. εὐάνεμος 2
1) обвеваемый благоприятными ветрами (βᾶσσαι Soph.);
2) защищенный от ветра, подветренный, тихий (λιμήν Eur.; χώρα Luc.);
3) спокойный, безбурный (πόντου χεῦμα Eur.; πλόος Theocr.).
Middle Liddell
well as to the winds, i. e.,
I. sheltered from the wind, calm, Eur.
II. open to the wind, Soph.