τρίσημος

From LSJ
Revision as of 09:35, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίσημος Medium diacritics: τρίσημος Low diacritics: τρίσημος Capitals: ΤΡΙΣΗΜΟΣ
Transliteration A: trísēmos Transliteration B: trisēmos Transliteration C: trisimos Beta Code: tri/shmos

English (LSJ)

[ῐ], ον, in Music and Prosody, A = τρίχρονος, Aristox. Rhyth.2.10, Aristid.Quint. 1.14. II Dor. Τρίσᾱμος, epithet of the τριάς, Nicom. ap. Phot.Bibl.p.144B.

German (Pape)

[Seite 1147] von drei Zeichen; gew. in der Tonkunst u. Metrik, dreizeitig, d. i. von drei Kürzen od. von einer Kürze und einer Länge, die für zwei Kürzen gilt, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

τρίσημος: -ον, ὁ ἔχων τρία σημεῖα, ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Φωτ. Βιβλιοθ. 144. 2. 2) ἐν τῇ μουσικῇ καὶ τῇ προσῳδίᾳ, = τρίχρονος, Δράκων 125, 10, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίσημος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τρίσαμος Α
(στην προσωδία και στη μουσική) τρίχρονος, αυτός που αποτελείται από τρεις χρόνους
αρχ.
(για την Αγία Τριάδα) αυτός που φέρει τρία σημεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. ἑπτά-σημος].