γωνιοειδής

From LSJ
Revision as of 15:59, 7 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]op. " to "]] op. ")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γωνιοειδής Medium diacritics: γωνιοειδής Low diacritics: γωνιοειδής Capitals: ΓΩΝΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: gōnioeidḗs Transliteration B: gōnioeidēs Transliteration C: gonioeidis Beta Code: gwnioeidh/s

English (LSJ)

ές, A angular, Arist.GC319b14, Thphr.HP1.10.1, al. (γωνο- codd.). PHib.1.16.42 (Thphr.(?)).

German (Pape)

[Seite 512] ές, winkelförmig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

γωνιοειδής: -ές, γωνίᾳ ὅμοιος, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 1.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): γωνοειδής Thphr.HP 1.10.1, CP 6.1.6, Sens.65
anguloso op. στρογγύλος: χαλκός Arist.GC 319b14, op. περιφερής: φύλλα Thphr.HP l.c., dicho de los humores, ref. a su σχῆμα Thphr.Sens.l.c. (= Democr.A 135), CP l.c. (= Democr.A 129), cf. Thphr.(?) en PHib.16.42.

Greek Monolingual

-ές (AM γωνιοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα γωνίας.

Russian (Dvoretsky)

γωνιοειδής: угловатый (στρογγύλος ἢ γ. Arst.).