ἀποτυχία

From LSJ
Revision as of 08:11, 9 July 2021 by Spiros (talk | contribs)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτῠχία Medium diacritics: ἀποτυχία Low diacritics: αποτυχία Capitals: ΑΠΟΤΥΧΙΑ
Transliteration A: apotychía Transliteration B: apotychia Transliteration C: apotychia Beta Code: a)potuxi/a

English (LSJ)

Ion. ἀποτυχίη, ἡ,
A failure, Democr.243, Din.1.29 (as v.l.), Plb.5.98.5, Phld.Rh.1.73 S., J.AJ16.9.1, etc.: c. gen., failure to obtain, στεφάνου, ὕδατος, Artem.5.78.

German (Pape)

[Seite 333] ἡ, das Verfehlen, Mißlingen, Unglück, Pol. 5, 98, 5 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτῠχία: τὸ ἀποτυχεῖν, ἀτυχία, Δείναρχ. 94. 6, Πολυδ. Ε΄, 98. 5, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
échec, mauvaise fortune.
Étymologie: ἀποτυγχάνω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
fracaso ἐν δὲ ἑκάστῃ ἀποτυχίῃ τὸ πονεῖν ... ἀνιηρόν Democr.B 243, esp. bélico o político, Plb.5.98.5, 12.25i.5, 32.11.8, D.H.8.54, 9.54, οὐ δεῖ λυπεῖσθαι ἐπὶ ταῖς ἀποτυχίαις Aesop.13.3
c. gen. subjet. fracaso, fallo ἄλλων ... ἀποτυχίαι los fallos de otros Phld.Po.B 18.15, cf. Rh.2.p.127Aur., ἀ. τῆς κλήσεως fracaso de la invocación Eun.VS 478
c. gen. obj. fracaso, no consecución τῶν ἐπινοηθέντων Plb.9.12.10, γάμου I.AI 16.275, ἀ. ὕδατος ... ἀ. στεφάνου en un sueño, Artem.5.78, πέψεως Gal.11.263, 10(1).5, τῶν χρημάτων Sch.Ar.Pl.88, φιλοκύνηγον δ' οὖσαν ἐν ταῖς ἀποτυχίαις ἀνθρώπους ἀντὶ τῶν θηρίων κατατοξεύειν (dice que) siendo aficionada a la caza, cuando no la encontraba, disparaba contra los humanos D.S.4.45, τῆς εὐθείας ὁδοῦ Didym.M.39.1401D.

Greek Monolingual

η (AM ἀποτυχία) αποτυχής
ανεπιτυχής έκβαση προσπάθειας
αρχ.-μσν.
κακή ή δυσμενής τύχη, ατυχία.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτῠχία: ἡ неудача, неуспех Polyb.