ἀβλής
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, (βάλλω) A not thrown or shot, ἰὸν ἀβλῆτα an arrow not yet used, Il.4.117; cf. A.R.3.279.
German (Pape)
[Seite 3] bei Hom. nur Iliad. 4, 117 ἐκ δ' ἕλετ' ἰόν ἀβλῆτα πτερόεντα, einen noch nicht gebrauchten Pfeil. Aristarch verwarf den Vers, s. Heholl, und Lehrs Aristarch. p. 75 u. p. 10. – Apoll. Rhod. 3, 279 ἀβλῆτα πολύστονον ἐξέλετ' ἰόν.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ)
non encore lancé.
Étymologie: ἀ, βάλλω.
English (Autenrieth)
ῆτος (βάλλω): unsped, i. e. new, fresh, of an arrow, Il. 4.117.†
Spanish (DGE)
-ῆτος
1 todavía no lanzado, todavía no disparado ἰὸν ἀβλῆτα Il.4.117, A.R.3.279.
2 no alcanzado, errado σκοπός Gr.Naz.M.37.677.
• Etimología: Cf. βάλλω, c. ἀ- priv.
Greek Monotonic
ἀβλής: -ῆτος, ὁ, ἡ (βάλλω), αυτός που δεν έχει ριφθεί, αμεταχείριστος, νέος· ἰὸν ἀβλῆτα, βέλος που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ακόμη, βέλος αμεταχείριστο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀβλής: ῆτος adj. не спущенный (с тетивы), т. е. новый (ἰός Hom.).
Middle Liddell
βάλλω
not thrown or shot, ἰὸν ἀβλῆτα an arrow not yet used, Il.