ἀναβασμός
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
English (LSJ)
ὁ, A = ἀναβαθμός, Ar.Fr.46 D. (pl.), Michel1512 (Piraeus, iv B. C.), cf. Paus.10.5.2: metaph., progress, in learning, Plot.6.7.36 (pl.), cf. Them.Or.13.177c. (Written ἀναβαζμός SIG2587.308.)
German (Pape)
[Seite 180] ὁ, = ἀναβαθμός, Paus. 10, 5; oft Dio Cass., z. B. 58, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβασμός: ὁ, = ἀναβαθμός, Παυσ. 10. 5, 2, κτλ.: -βασμα, τό, Ἀριστείδ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): jón. ἀμβασμός Didyma 35.17 (II a.C.); v. tb. ἀναβαθμός
• Grafía: graf. ἀναβαζμός IG 22.1672.308 (IV a.C.)
1 escalón plu. escaleras Ar.Fr.PCG 3(2) p.361, Paus.10.5.2, D.C.55.10.4, 58.1.3, gradas de una fortificación IG 22.1664.14 (IV a.C.), del armazón de una grúa ἀναβαζμοὺς τῆς τροχιλείας IG 22.1672.308 (IV a.C.).
2 grado, avance Plot.6.7.36, Them.Or.13.177c.
Greek Monolingual
ἀναβασμός, ο (Α)
1. κινητή σκάλα
2. πρόοδος στη μάθηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βασμὸς < βαίνω].