ἁλίβαπτος

From LSJ
Revision as of 10:40, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίβαπτος Medium diacritics: ἁλίβαπτος Low diacritics: αλίβαπτος Capitals: ΑΛΙΒΑΠΤΟΣ
Transliteration A: halíbaptos Transliteration B: halibaptos Transliteration C: alivaptos Beta Code: a(li/baptos

English (LSJ)

ον, A dipped in sea, drowned therein, Nic.Al.618 [where ᾰλι- metri gr.]. II a purple bird, Alcm.126, Alc.122 (cod. Hsch.ἀλί-).

German (Pape)

[Seite 95] ins Meer getaucht, Nic. Al. 618, der ι lang braucht. Nach VLL. auch purpurn.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίβαπτος: -ον, ὁ βεβαπτισμένος, βεβυθισμένος ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὁ ἐν αὐτῇ πνιγείς, Νικ. Ἀλεξιφ. 618 [[[ἔνθα]] ᾰλῑἐν ἄρσει].

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰλῐ-]
purpúreode cierto tipo de ave, Alcm.166, cf. Nic.Al.605 (var.).

Greek Monolingual

ἁλίβαπτος, -ον (Α)
1. αυτός που βυθίστηκε ή πνίγηκε στη θάλασσα
2. που έχει το χρώμα της θαλασσινής πορφύρας, πορφυρός, κόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + βαπτὸς < βάπτω «βυθίζω, βουτώ»].