Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρωσμός

From LSJ
Revision as of 08:11, 22 July 2021 by Spiros (talk | contribs)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωσμός Medium diacritics: τρωσμός Low diacritics: τρωσμός Capitals: ΤΡΩΣΜΟΣ
Transliteration A: trōsmós Transliteration B: trōsmos Transliteration C: trosmos Beta Code: trwsmo/s

English (LSJ)

ὁ, (τρώω)
A = ἐκτρωσμός, miscarriage, Hp.Coac.532: pl., Id.Septim. 9, Dsc.5.72.

Greek (Liddell-Scott)

τρωσμός: ὁ, (τρώω) ὡς τὸ ἐκτρωσμός, ἔκτρωσις, ἀποβολὴ (ἐμβρύου), Ἱππ. 206D, κ. ἀλλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 209.

Greek Monolingual

και τιτρωσμός, ὁ, Α
πρόωρη γέννηση, αποβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω- του τι-τρώ-σκω + κατάλ. -σμός (πρβλ. θρω-σμός: θρῴσκω). Το -σ- του τύπου οφείλεται πιθ. σε επίδραση του ενεστ.].