δαῦλον

From LSJ
Revision as of 08:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag

Menander, Monostichoi, 140
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαῦλον Medium diacritics: δαῦλον Low diacritics: δαύλον Capitals: ΔΑΥΛΟΝ
Transliteration A: daûlon Transliteration B: daulon Transliteration C: daylon Beta Code: dau=lon

English (LSJ)

ἡμίφλεκτον ξύλον, Hsch.; cf. δαελός.

Greek Monolingual

δαῡλον, το (Α)
μισοκαμένο ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τη γλώσσα του Ησυχίου (δαύλον
ημίφλεκτον ξύλον). Ο τ. δαύλον εμφανίζεται ως παράλληλος τ. του δαλός < δαFελός (πρβλ. δαίω «ανάβω, πυρπολώ»].