βόαγρος
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ὁ, (βοῦς) A wild bull, Philostr. VA6.24.
German (Pape)
[Seite 450] ὁ, der wilde Ochse, Philostr. v. Apoll. 6, 24.
Greek (Liddell-Scott)
βόαγρος: ὁ (βοῦς) βοῦς ἄγριος, ἄγριος ταῦρος, Φιλόστρ. 265.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bœuf sauvage, animal.
Étymologie: βοῦς, ἄγριος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ toro bravo Philostr.VA 6.24.
Greek Monolingual
βόαγρος, ο (Α)
άγριος ταύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -αγρος < αγρός (πρβλ. ίππαγρος, σύαγρος)].
Greek Monotonic
βόαγρος: ὁ (βοῦς), άγριος ταύρος.