εικάζω
From LSJ
ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)
Greek Monolingual
(AM εἰκάζω)
συμπεραίνω
νεοελλ.
(παθ. με μέση σημασία) (ει)κάζεται
μού φαίνεται
αρχ.
1. παριστάνω με εικόνα, φτιάχνω ομοίωμα, απεικονίζω
2. παραβάλλω, παρομοιάζω
3. περιγράφω με παρομοίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εικάζω είναι μεταβιβαστικό όπως και το λεσβ. εικάσδω (πρβλ. ομηρ. FεFίσκω) πιθ. < FεFικάζω < ΙΕ ρ. weik- «αληθεύω, ομοιάζω». Δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για μεταρρηματικό ή για μετονοματικό παράγωγο από το θ. της λ. εικών. Το ρ. εικάζω και οι συγγενείς προς αυτό λέξεις σήμαιναν αρχικά «εικόνα, ομοιότητα», κατόπιν δε μετέπεσαν στη σημ. «σύγκριση, σύνδεση».
ΣΥΝΘ. απεικάζω, προεικάζω
αρχ.
επεικάζω, κατεικάζω, παρεικάζω, προσεικάζω, συνεικάζω.