παρεικάζω
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
A liken, compare, τινί τι Pl.R. 473c, Plt.260e; ὡς μεγάλῳ π. μικρόν Arist.PA653a3, etc.; ταῖς γλαυξὶν ἡμᾶς Phld.Rh.1.253 S.:—Pass., τὸ ὀσφραντὸν… παρείκασται οἷον βαφή τις εἶναι appeared by analogy to be, Arist.Sens.445a13, cf. Ph.2.111.
II make like, νεφέλην τῇ Ἥρᾳ Sch.E.Ph. 1185.
German (Pape)
[Seite 511] nebeneinanderstellen und vergleichen; ὃ τῷ μεγίστῳ παρῃκάζομεν (v.l. παρεικάζομεν) κύματι, Plat. Rep. V, 473 c; Polit. 260 e; Arist. u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
comparer, assimiler : τί τινι une chose à une autre.
Étymologie: παρά, εἰκάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εικάζω vergelijken.
Russian (Dvoretsky)
παρεικάζω: сопоставлять, сравнивать (τί τινι Plat., Arst.).
Greek Monotonic
παρεικάζω: μέλ. -σω, συγκρίνω, τινί τι, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
παρεικάζω: παραβάλλω, παραλληλίζω, παρομοιάζω, τινί τι Πλάτ. Πολ. 473C, Πολιτικ. 260Ε, Ἀριστ., κλ. - Παθ., ἡ ὀσμὴ.. παρείκασται οἷον βαφή τις εἶναι, ἐξ ἀναλογίας φαίνεται ὅτι εἶναι, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 28.
Middle Liddell
fut. σω
to compare, τινί τι Plat.