θεσμοδότης

From LSJ
Revision as of 09:39, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσμοδότης Medium diacritics: θεσμοδότης Low diacritics: θεσμοδότης Capitals: ΘΕΣΜΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: thesmodótēs Transliteration B: thesmodotēs Transliteration C: thesmodotis Beta Code: qesmodo/ths

English (LSJ)

ὁ, A lawgiver, cj. for -θέτης, Longin.9.9:—fem. θεσμο-δότειρα Orph.Εὐχή 25.

German (Pape)

[Seite 1203] ὁ, Gesetzgeber, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεσμοδότης: ὁ, νομοθέτης, Ἰω. Μαλαλ.· θηλ. -δότειρα, Ὀππ. Ἁλ. 1. 25.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θεσμοδότης, θηλ. θεσμοδότειρα)
αυτός που δίνει θεσμούς, νόμους, ο νομοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + δότης < δίδωμι (πρβλ. αρτο-δότης, εργο-δότης, υπνο-δότης)].