Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω → Give me a place to stand on, and I will move the Earth.
-η, -ο (Μ κακόκαρδος, -η, -ον)στενοχωρημένος, δύσθυμος, λυπημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -καρδος (< καρδία), πρβλ. γενναιό-καρδος, μικρό-καρδος].