καμπύλοχος

From LSJ
Revision as of 13:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπύλοχος Medium diacritics: καμπύλοχος Low diacritics: καμπύλοχος Capitals: ΚΑΜΠΥΛΟΧΟΣ
Transliteration A: kampýlochos Transliteration B: kampylochos Transliteration C: kampylochos Beta Code: kampu/loxos

English (LSJ)

[ῠ], ον, A with curved carriage, κερκίδες, i.e. ploughs, Orph.Fr.33.

German (Pape)

[Seite 1319] mit gekrümmten Rädern, Orph. bei Ol. Al. Str. V p. 675, nach Lob. em. für καμπυλόχρως.

Greek (Liddell-Scott)

καμπύλοχος: -ον, ἔχων καμπύλους τροχούς, ἐπὶ το ἀρότρου, Ὀρφ. παρὰ Κλή. Ἀλ. 675, ἐν τέλ. (κατὰ Λοβ. ἀντὶ τῆς ἡμαρτημένης γραφῆς καμπυλόχρως).

French (Bailly abrégé)

[ῠ] ον,
aux roues arrondies, ORPH. (CLÉM. 675).
Étymologie: καμπύλος, ὄχος.

Greek Monolingual

καμπύλοχος, -ον (Α)
(για άροτρο) αυτός που έχει καμπύλους τροχούς, καμπυλότροχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + -οχος (< ὀχοῦμαι), πρβλ. νή-οχος].