καρατόμος

From LSJ
Revision as of 13:06, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρατόμος Medium diacritics: καρατόμος Low diacritics: καρατόμος Capitals: ΚΑΡΑΤΟΜΟΣ
Transliteration A: karatómos Transliteration B: karatomos Transliteration C: karatomos Beta Code: karato/mos

English (LSJ)

ον, Act., beheading, c. gen., Ἑλλάδος Lyc. 187.

German (Pape)

[Seite 1325] den Kopf abschneidend, köpfend; σφαγαί Eur. Rhes. 606; τινός Lycophr. 187; – καράτομος, geköpft, enthauptet; Γοργώ Eur. Alc. 1121 Tr. 564; χλιδαὶ καρ., vom Haupt geschnitten, Soph. El. 52.

Greek Monolingual

καρατόμος, ὁ (Α)
αυτός που αποκεφαλίζει, που καρατομεί, ο αποκεφαλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (Ι) «κεφάλι» + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λα-τόμος, υλο-τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργ. σημ. (πρβλ. και καράτομος)].

Russian (Dvoretsky)

κᾰρᾱτόμος: отрубающий голову, обезглавливающий (σφαγαί Eur.).