καλλιγράφος

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιγράφος Medium diacritics: καλλιγράφος Low diacritics: καλλιγράφος Capitals: ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: kalligráphos Transliteration B: kalligraphos Transliteration C: kalligrafos Beta Code: kalligra/fos

English (LSJ)

(parox.), A penman, copyist, Edict.Diocl.inIG5(1).1406 (Asine), Hdn.post Moer. p.477 P., An. Ox.2.397, Pall.in Hp.2.102 D.

German (Pape)

[Seite 1309] schön schreibend, malend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιγράφος: ᾰ, ον, ὁ γράφων μὲ καλὸν γράψιμον· ὡς οὐσιαστ., καλὸς ἀντιγραφεὺς βιβλίων, «ἄνδρα τινὰ τῶν εἰς κάλλος γραφόντων, ὃν ἐν συνθέσει φωνῆς καλλιγράφον ὀνομάζει τὰ πλήθη» Θεοφύλ. Σιμοκ. 215C, Ἡρῳδιαν. σ. 477, ἔκδ. Piers., κλ.

Greek Monolingual

ο, η (AM καλλιγράφος, ὁ, ἡ
Α θηλ. και καλλιγράφισσα)
νεοελλ.
ειδικός στην καλλιγραφία ή δάσκαλος της καλλιγραφίας
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει ωραίο γραφικό χαρακτήρα, που γράφει πολύ ωραία
μσν.-αρχ.
ικανός, επιδέξιος αντιγραφέας παπύρων και κωδίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -γράφος (< γράφω), πρβλ. ιστοριο-γράφος, κακογράφος.