κλαδαρόρυγχος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ὁ, A clapper-bill, = τροχίλος, Ael.NA12.15.
German (Pape)
[Seite 1445] ὁ, Klapperschnabel, ein Vogel, Ael. H. A. 12, 15.
Greek (Liddell-Scott)
κλᾰδᾰρόρυγχος: ὁ, ὁ διὰ τοῦ ῥύγχους κλαδεύων, ὄνομα τοῦ τροχίλου, Αἰλ. π. Ζ. 12. 15· πρβλ. κλαδάω.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
autre n. de l’oiseau τροχίλος.
Étymologie: κλαδαρός, ῥύγχος.
Greek Monolingual
κλαδαρόρυγχος, ὁ (Α)
το πτηνό τροχίλος («τὸν καλούμενον κλαδαρόρυγχον ἐταῖρον καὶ φίλον ἔχει (ὁ κροκόδειλος)», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδαρός «εύθραυστος» + -ρυγχος (< ρύγχος), πρβλ. μακρό-ρυγχος, πλατύ-ρυγχος].