κλαδαρόρυγχος

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλᾰδᾰρόρυγχος Medium diacritics: κλαδαρόρυγχος Low diacritics: κλαδαρόρυγχος Capitals: ΚΛΑΔΑΡΟΡΥΓΧΟΣ
Transliteration A: kladarórynchos Transliteration B: kladarorynchos Transliteration C: kladarorygchos Beta Code: kladaro/rugxos

English (LSJ)

ὁ, A clapper-bill, = τροχίλος, Ael.NA12.15.

German (Pape)

[Seite 1445] ὁ, Klapperschnabel, ein Vogel, Ael. H. A. 12, 15.

Greek (Liddell-Scott)

κλᾰδᾰρόρυγχος: ὁ, ὁ διὰ τοῦ ῥύγχους κλαδεύων, ὄνομα τοῦ τροχίλου, Αἰλ. π. Ζ. 12. 15· πρβλ. κλαδάω.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
autre n. de l’oiseau τροχίλος.
Étymologie: κλαδαρός, ῥύγχος.

Greek Monolingual

κλαδαρόρυγχος, ὁ (Α)
το πτηνό τροχίλος («τὸν καλούμενον κλαδαρόρυγχον ἐταῖρον καὶ φίλον ἔχει (ὁ κροκόδειλος)», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδαρός «εύθραυστος» + -ρυγχος (< ρύγχος), πρβλ. μακρό-ρυγχος, πλατύ-ρυγχος].