κολπεκτομή

From LSJ
Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

η
ιατρ.
1. αφαίρεση κολπικού τοιχώματος, συνήθως μερική, κατά την εκτέλεση της εγχείρησης για κυστεοκήλη, ορθοκήλη ή πρόπτωση της μήτρας
2. ριζική εγχείρηση αφαίρεσης ενός παραρρινικού κόλπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colpectomie < colp(o)- < κόλπος) + -ectomie (< νεολατ. -ectomia < ἐκτομή)].