κολπεκτομή
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Greek Monolingual
η
ιατρ.
1. αφαίρεση κολπικού τοιχώματος, συνήθως μερική, κατά την εκτέλεση της εγχείρησης για κυστεοκήλη, ορθοκήλη ή πρόπτωση της μήτρας
2. ριζική εγχείρηση αφαίρεσης ενός παραρρινικού κόλπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colpectomie < colp(o)- < κόλπος) + -ectomie (< νεολατ. -ectomia < ἐκτομή)].