κοράλλι
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
Greek Monolingual
το (ΑM κοράλλιον, Α και κοράλιον και κουράλιον και κωράλ[λ]ιον, Μ και κουρέλλιν και κοράλλιν)
ζώο τών θερμών θαλασσών που προσκολλάται σε ορισμένο βάθος και σχηματίζει αποικία πολυπόδων πάνω σε ασβεστολιθικό άξονα διαφόρων χρωμάτων ιδίως ερυθρού, μαύρου και κυανού («τὸ γὰρ κουράλιον... ὥσπερ λίθος τῇ χρόᾳ μὲν ἐρυθρόν, παρεφερὲς δ' ὡς ἂν ρίζα, φύεται δὲ ἐν τῇ θαλάττῃ», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. το υλικό από τους κλάδους του ομώνυμου ζώου, από το οποίο κατασκευάζονται κοσμήματα
2. το κόσμημα που προέρχεται από τέτοιο υλικό
3. κοινή ονομασία καλλωπιστικού θάμνου που φυτεύεται σε γλάστρες
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «κωράλιον
παιδάριον, κόριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. gōrāl «πετραδάκι»). Κατ' άλλη άποψη, < φρ. κόρη ἁλός «κόρη της θάλασσας». Παρόμοιο σύνθ. απαντά και στην Αρχαία Ινδική, ενώ ερμηνεύονται και οι διάφορες γραφές, όπως κουράλιον, κωράλιον κ.λπ., αντίστοιχες τών κούρη, κώρη κ.λπ.
ΠΑΡ. αρχ. κοραλλίζω, κοραλλικός
μσν.- νεοελλ.
κοραλλένιος
νεοελλ.
κοράλλινος.
ΣΥΝΘ. αρχ. κοραλλιοπλάστης [(;) βλ. λ.]
νεοελλ.
κοραλλιογενής, κοραλλιογραφία, κοραλλιολόγος, κοραλλιόριζα, κοραλλιόσχημος, κοραλλιοφάγος, κοραλλιοφόρος, κοραλλιόχρους].