κράχτης
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Greek Monolingual
ο, θηλ. κράχτρα
1. αυτός που κράζει
2. αυτός που διαλαλεί κάτι, διαλαλητής, ντελάλης
3. αυτός που προσελκύει πελάτες σε κατάστημα ή παίκτες σε χαρτοπαίγνιο
4. μαστροπός
5. πετεινός
6. πτηνό ή άλλο ζώο που τοποθετείται από τους κυνηγούς κοντά σε παγίδα για προσέλκυση άλλων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράκτης, με ανομοιωτική τροπή του συμπλέγματος κτ σε χτ (πρβλ. κτίζω: χτίζω, κτενίζω: χτενίζω)].