ψυχολογία
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
Greek Monolingual
η, Ν
1. επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της συμπεριφοράς καθώς και τών συμπεριφορικών εκφάνσεων της εμπειρίας στον άνθρωπο και στα ζώα, τη μελέτη και ερμηνεία τών ψυχικών φαινομένων και λειτουργιών, καθώς και τών νόμων που τά διέπουν
2. επιστημονικό ή σχολικό σύγγραμμα που πραγματεύεται τα θέματα αυτά
3. το σχετικό μάθημα σε εκπαιδευτικό ίδρυμα
4. συνεκδ. η ψυχοσύνθεση, ο ψυχισμός ή η ψυχολογική κατάσταση ενός ατόμου ή ενός συνόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychologie (< ψυχή + -λογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Ευγένιο Βούλγαρι].