ἤνπερ
From LSJ
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
English (LSJ)
related to εἴπερ, as ἤν (ἐάν) to εἰ, X.An.3.2.21.
German (Pape)
[Seite 1173] s. ἐάν.
Greek (Liddell-Scott)
ἤνπερ: ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ εἴπερ, οἵαν τὸ ἢν (ἐὰν) πρὸς τὸ εἰ, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 21.
French (Bailly abrégé)
conj.
si toutefois, avec le sbj.
Étymologie: ἤν¹, περ.
English (Autenrieth)
see ἤν and πέρ.
Greek Monolingual
ἤνπερ (Α)
εάν βεβαίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ην «αν» + βεβ. μόριο -περ, πρβλ. ό-περ].
Greek Monotonic
ἤνπερ: συγγενές με το εἴπερ, όπως η σχέση του ἢν (ἐάν) προς το εἰ, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἤνπερ: conj. если только: ἤ. κρατῶμεν Xen. если бы только мы победили (= если победим).