ἰσήρετμος

From LSJ
Revision as of 16:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσήρετμος Medium diacritics: ἰσήρετμος Low diacritics: ισήρετμος Capitals: ΙΣΗΡΕΤΜΟΣ
Transliteration A: isḗretmos Transliteration B: isēretmos Transliteration C: isiretmos Beta Code: i)sh/retmos

English (LSJ)

[ῐ], ον, A with as many oars as, τινι E.IA242 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1263] gleich an Rudern, νῆες, Eur. I. A. 242.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσήρετμος: -ον, ἔχων ἴσον ἀριθμὸν κωπῶν, τινι Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 242.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni d’autant de rames.
Étymologie: ἴσος, ἐρετμόν.

Greek Monolingual

ἰσήρετμος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε μέγεθος ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῑσδ' ἰσήρετμοι νᾱες ἕστασαν πέλας» — κοντά σ' αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε μέγεθος ή σε αριθμό με τα άλλα πλοία, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήρετμος (< ἐρετμόν «κουπί») —το η- λόγω της συνθέσεως—, πρβλ. λευκ-ήρετμος, φιλ-ήρετμος].

Russian (Dvoretsky)

ἰσήρετμος: равный по числу (т. е. с одинаковым числом) весел (νῆες Eur.).