θαλασσουργός

From LSJ
Revision as of 17:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσουργός Medium diacritics: θαλασσουργός Low diacritics: θαλασσουργός Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: thalassourgós Transliteration B: thalassourgos Transliteration C: thalassourgos Beta Code: qalassourgo/s

English (LSJ)

ὁ, A one who works on the sea, a fisherman or sailor, Charon 10, X.Oec.16.7, Plb.10.8.5: as Adj., θ. ἔθνος Philostr.VA4.32.

German (Pape)

[Seite 1183] ὁ, Geschäfte zur See treibend, von Seehandel u. Fischerei; Xen. Oec. 16, 7; Pol. 10, 8, 5; Luc. Herc. 1.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἐργαζόμενος, ἁλιεύς, ναύτης, Χάρων Ἀποσπ. 10, Ξεν. Οἰκ. 16. 7, Πολύβ. 10. 8, 5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pêcheur, marin.
Étymologie: θάλασσα, ἔργον.

Greek Monolingual

θαλασσουργός, ό (Α)
αυτός που εργάζεται στη θάλασσα, ο ναυτικός ή ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + -ουργός (< έργο), πρβλ. δραματουργός, θαυματουργός].

Greek Monotonic

θᾰλασσουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που εργάζεται στη θάλασσα, ο ψαράς, ο ναυτικός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θᾰλασσουργός: атт. θᾰλαττ-ουργός ὁ труженик моря, т. е. мореплаватель или рыболов Xen., Polyb., Luc.

Middle Liddell

θᾰλασσ-ουργός, ὁ, [*ἔργω
one who works on the sea, a fisherman, seaman, Xen.