θηλυμανής

From LSJ
Revision as of 18:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλυμᾰνής Medium diacritics: θηλυμανής Low diacritics: θηλυμανής Capitals: ΘΗΛΥΜΑΝΗΣ
Transliteration A: thēlymanḗs Transliteration B: thēlymanēs Transliteration C: thilymanis Beta Code: qhlumanh/s

English (LSJ)

ές, A mad after women, AP5.18 (Rufin.); Πόθοι Id.9.16 (Mel.); of animals, ἵπποι θ. LXXJe.5.8. II Act., maddening women, κροτάλων θ. ὄτοβοι Antim.Eleg.17:—hence θηλυ-μᾰνία, ἡ, Sch.Opp.H.1.536, Cat.Cod.Astr. 2.177.

German (Pape)

[Seite 1207] ές, weibertoll, in Weiber rasend verliebt, πόθοι Mel. 54 (IX, 16), vgl. Ruf. 14 (V, 19); ὄτοβος κροτάλων Antimach. (IX, 321).

Greek (Liddell-Scott)

θηλυμᾰνής: -ές, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰς γυναῖκας, Ἀνθ. Π. 5. 19., 9. 16. ΙΙ. ἐνεργ., εἰς μανίαν ἄγων τὰς γυναῖκας, θ. ὄτοβοι κροτάλων αὐτόθι 321.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ θηλυμανής, -ές)
(για άνδρες) αυτός που τρελαίνεται για γυναίκες, αυτός που έχει ασυγκράτητες ερωτικές επιθυμίες
αρχ.
αυτός που οδηγεί σε μανία τις γυναίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -μανής (< ε-μάνην, παθ. αόρ. β' του μαίνομαι), πρβλ. γυναιμανής, θεομανής].

Russian (Dvoretsky)

θηλῠμᾰνής: сведенный с ума женщинами, страстно влюбленный в женщин (πόθοι Anth.).