καλλίμορφος

From LSJ
Revision as of 18:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living

Plato, Apology of Socrates 38a
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίμορφος Medium diacritics: καλλίμορφος Low diacritics: καλλίμορφος Capitals: ΚΑΛΛΙΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: kallímorphos Transliteration B: kallimorphos Transliteration C: kallimorfos Beta Code: kalli/morfos

English (LSJ)

ον, A beautifully formed, δέμας E.Andr.1155; Χορὸς τέκνων Id.HF925; ταὧς Antiph.175.5.

German (Pape)

[Seite 1310] schön gestaltet; δέμας Eur. Andr. 1150; χορὸς τέκνων Herc. Fur. 925; vom Pfau, Antiphan. bei Ath. XV, 655 b; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίμορφος: -ον, καλῶς ἐσχηματισμένος, δέμας Εὐρ. Ἀνδρ. 1155· χορὸς τέκνων ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 925· ὁ καλὸς τὴν μορφήν, τοὺς καλλιμόρφους καὶ περιβλέπτους ταὧς Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de belle forme, beau, bien fait.
Étymologie: καλός, μορφή.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καλλίμορφος, -ον)
1. ο σχηματισμένος ωραία («καλλίμορφος χορός», Ευρ.)
2. αυτός που έχει ωραία μορφή, ο όμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. αγλαόμορφος, ποικιλόμορφος].

Greek Monotonic

καλλίμορφος: -ον (μορφή), καλοσχηματισμένος, αυτός που έχει καλή μορφή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίμορφος: красивый, прекрасный, изящный (δέμας, χορὸς τέκνων Eur.; νέος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίμορφος -ον [καλός, μορφή] mooi gevormd.

Middle Liddell

καλλί-μορφος, ον μορφή
beautifully shaped or formed, Eur.