κυανόστολος

From LSJ
Revision as of 18:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνόστολος Medium diacritics: κυανόστολος Low diacritics: κυανόστολος Capitals: ΚΥΑΝΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: kyanóstolos Transliteration B: kyanostolos Transliteration C: kyanostolos Beta Code: kuano/stolos

English (LSJ)

ον, A dark-robed, στήθεα Bion 1.4.

German (Pape)

[Seite 1522] = κυανόπεπλος, Bion. 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

κῠανόστολος: -ον, μέλανα ἐνδεδυμένος, Βίων 1. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au vêtement sombre.
Étymologie: κύανος, στολή.

Greek Monolingual

κυανόστολος, -ον (Α)
ντυμένος στα μαύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -στόλος (< στολή), πρβλ. θηλύστολος, λινόστολος].

Greek Monotonic

κυᾰνόστολος: -ον (στολή), με σκουρόχρωμη εσθήτα, με βαθιά σκούρα στολή, σε Βίωνα.

Middle Liddell

κυᾰνό-στολος, ον στολή
dark-robed, Bion.