κρυμοπαγής

From LSJ
Revision as of 18:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῡμοπᾰγής Medium diacritics: κρυμοπαγής Low diacritics: κρυμοπαγής Capitals: ΚΡΥΜΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: krymopagḗs Transliteration B: krymopagēs Transliteration C: krymopagis Beta Code: krumopagh/s

English (LSJ)

ές, A frost-congealing, Βορέης Orph.H.80.2.

German (Pape)

[Seite 1515] ές, durch Eiskälte, Frost erstarren od. gefrieren machend; Boreas, Orph. H. 79, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κρῡμοπᾰγής: -ές, πηγνύων διὰ τοῦ ἑαυτοῦ ψύχους, Βορέης Ὀρφ. Ὕμν. 79. 2.

Greek Monolingual

κρυμοπαγής, -ές (Α)
αυτός που παγώνει με το δικό του ψύχοςκρυμοπαγής Βορέης», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + παγής (< θ. παγ-, πρβλ. -πάγ-ην, παθ. αόρ. του πήγνυμι), πρβλ. γυιοπαγής, δροσοπαγής].