κυριολογέω

From LSJ
Revision as of 07:21, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡριολογέω Medium diacritics: κυριολογέω Low diacritics: κυριολογέω Capitals: ΚΥΡΙΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: kyriologéō Transliteration B: kyriologeō Transliteration C: kyriologeo Beta Code: kuriologe/w

English (LSJ)

A = κυριολεκτέω, give the name of Lord, call Lord, Magnus ap.Gal.8.640, Steph.in Hp.2.420 D.

German (Pape)

[Seite 1536] = κυριολεκτέω, Clem. Al. strom. 5 p. 657 setzt κυριολογεῖται dem τροπικῶς γράφεται entgegen.

Greek Monolingual

κυριολογῶ, κυριολογέω (AM)
1. μιλώ με κυριολεξία, κυριολεκτώ
2. αποκαλώ κάποιον με τον τίτλο κύριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -λογῶ (< λόγος < λέγω), πρβλ. αναλογώ, ψευδολογώ].