ὠκυτόκος
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
ον, A causing quick and easy birth, σελήνη (i. e. Artemis), Tim.Fr.28. 2 of a river, ὠ. πεδίων ἐπινίσεται giving quick increase, S.OC689 (lyr.). II ὠκύτοκον, τό, quick birth, easy delivery, Hdt.4.35.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκῠτόκος: -ον, ὁ, συντελῶν πρὸς ταχὺν καὶ εὔκολον τοκετόν, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Τιμόθ. (Ἀποσπ. 2) παρὰ Πλουτ. 2. 282C. 2) ἐπὶ ποταμοῦ, ὠκ. πεδίων ἐπινίσσεται, μετὰ ζωογόνου ἢ γονιμοποιούσης δυνάμεως, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 689. ΙΙ. προπαροξ. ὠκύτοκος, ον, παθητ., ὁ ταχέως γεννηθεὶς ἢ παραχθεὶς ὡς ἑρμηνεύουσί τινες ἐν τῷ ἀνωτέρῳ χωρίῳ τοῦ Σοφοκλ., ἀλλ’ ἴδε Ellendt. καὶ Dind. 2) ὠκύτοκον, τό, ταχὺς τοκετός, εὔκολος, Ἡρόδ. 4. 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui procure un accouchement prompt et facile ; τὸ ὠκυτόκον HDT accouchement prompt ou facile;
2 qui féconde vite.
Étymologie: ὠκύς, τίκτω.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που γεννήθηκε γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -τοκος (< τόκος < τίκτω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
-ο / ὠκυτόκος, -ον, ΝΑ
(λόγιος τ.) αυτός που γεννά εύκολα
αρχ.
1. (ως προσωνυμία της Αρτέμιδος) αυτός που διευκολύνει τον τοκετό
2. (για ποταμό) αυτός που καθιστά τις γύρω περιοχές εύφορες, γόνιμες
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκυτόκον
ο εύκολος, γρήγορος τοκετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πολυτόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
Greek Monotonic
ὠκῠτόκος: -ον, I. αυτός που συντελεί στο γρήγορο και εύκολο τοκετό· μεταφ., λέγεται για ποτάμι με ζωογόνα και γονιμοποιό δύναμη, σε Σοφ.
II. προπαροξ., ὠκύ-τοκος, -ον, γεννημένος γρήγορα· ως ουσ., ὠκύτοκον, τό, γρήγορος τοκετός, εύκολος τοκετός, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὠκῠτόκος:
1) ускоряющий роды (σελήνη Plut.);
2) быстро оплодотворяющий (sc. Κηφισός Soph.).
Middle Liddell
ὠκῠ-τόκος, ον,
causing quick and easy birth: metaph. of a river, with quickening, fertilising power, Soph.