καπνολόγος

From LSJ
Revision as of 09:35, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")

Greek Monolingual


1. η καπνοδόχος
2. παροιμ. «ο καπνός να βγαίνει ίσια και ας είναι στραβός ο καπνολόγος» — το αποτέλεσμα να είναι καλό, άσχετα από την ποιότητα του οργάνου με το οποίο επιτυγχάνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -λόγος (< λόγος < λέγω), βιδολόγος.