οστεοκόπος

From LSJ
Revision as of 13:15, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht

Menander, Monostichoi, 516

Greek Monolingual

ο (Α ὀστεοκόπος και ὀστοκόπος)
νεοελλ.
φρ. «οστεοκόπος πόνος» — ισχυρός πόνος, σαν να σπάζουν τα οστά, που εμφανίζεται κατά το δεύτερο στάδιο της σύφιλης στο κρανίο, στην περόνη και στην κλείδα
αρχ.
φλεγμονώδης προσβολή κατά την οποία ο ασθενής αισθάνεται τα οστά του κομμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλοκόπος.