ξενών
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, A guest-chamber, in plural, E.Alc.543, 547; ξενῶνας οἶγε Com.Adesp. 1211, cf. D.S.13.83, J.BJ5.4.4: sg., Pl.Ti.20c; = ξενοδοχεῖον, OGI609.21 (Syria, iii A. D.), Just.Nov.59.3; cf. ξενεών.
German (Pape)
[Seite 278] ῶνος, ὁ, das Fremdenzimmer, Eur. Alc. 546. 550; die Herberge, Plat. Tim. 20 c; Luc. am. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ξενών: -ῶνος, ὁ, κατάλυμα ἢ αἴθουσα ἐν τῇ οἰκίᾳ πρὸς ὑποδοχὴν ξένων, Εὐρ. Ἄλκ. 543, 547, Πλάτ. Τίμ. 20C· ξενῶνας οἶγε καὶ ῥᾶνον δόμους Κωμικ. Ἀνώνυμ. 17· πρβλ. ξενοδοχεῖον.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
chambre réservée aux étrangers.
Étymologie: ξένος.
Greek Monotonic
ξενών: -ῶνος, ὁ (ξένος), δωμάτιο για φιλοξενούμενους, κατάλυμα, πανδοχείο, ξενοδοχείο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ξενών: ῶνος ὁ
1) помещение для гостей Eur.;
2) постоялый двор, гостиница Plat.
Middle Liddell
ξενών, ῶνος, ὁ, ξένος
a guest-chamber, Eur.