σιφωνολογία

From LSJ
Revision as of 13:30, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑφωνολογία Medium diacritics: σιφωνολογία Low diacritics: σιφωνολογία Capitals: ΣΙΦΩΝΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: siphōnología Transliteration B: siphōnologia Transliteration C: sifonologia Beta Code: sifwnologi/a

English (LSJ)

ἡ, A weeding of σιφώνιον 11, in plural, Sammelb.7373.22 (i A.D.), BGU538.16 (i/ii A.D.), 918.16 (ii A.D.).

Greek Monolingual

και σε πάπ. σιφονολογία, ἡ, Α
εκρίζωση, αφαίρεση από τον αγρό τών σιφωνίων, βολβόριζων ζιζανίων («ἐπιτελέσω τὰ κατ' ἔτος γεωργικὰ ἔργα πάντα, χωματισμοὺς ποτισμοὺς... σιφωνολογίαν καὶ τἆλλα», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιφώνιον + -λογία].