γάστρις

From LSJ
Revision as of 13:30, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " as Adj." to " as adjective")

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γάστρις Medium diacritics: γάστρις Low diacritics: γάστρις Capitals: ΓΑΣΤΡΙΣ
Transliteration A: gástris Transliteration B: gastris Transliteration C: gastris Beta Code: ga/stris

English (LSJ)

ιδος or εως, ὁ, ἡ, A pot-bellied, πίθος Ael.NA14.26: as substantive, = γάστρα, IG11(2).154A69 (Delos, iii B. C.). 2 as substantive, glutton, Ar.Av.1604, Th.816, Jul.Or.5.176c: Comp. γαστρίστερος more of a glutton, Pl.Com.195: as adjective, γάστρις ἡδονή Ph.1.261. 3 affected with tapeworm, Hsch. II cake, made in Crete, Chrysipp. Tyan. ap. Ath. 14.647f.

German (Pape)

[Seite 476] ιδος, ὁ, = γαστρίμαργος, Ar. Th. 816 Av. 1604; Arist. u. Sp. = dickbäuchig; πίθος Ael. H. A. 14, 26. – Plat. com. bei Poll. 2, 175 compar. γαστρίστερος. – Bei Ath. XIV, 647 f eine seine Kuchenart.

Greek (Liddell-Scott)

γάστρις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μεγάλην κοιλίαν, πίθος Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 14. 26. 2) ὡς οὐσιαστ. =λαίμαργος, γαστρίμαργος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1604, Θεσμ. 816· συγκρ. γαστρίστερος =λαιμαργότερος, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 11. ΙΙ. εἶδος πλακοῦντος, Ἀθήν. 647F.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. (ὁ, ἡ)
I. 1 ventru;
2 gourmand, glouton;
II. subst.γάστρις sorte de gâteau.
Étymologie: γαστήρ.

Spanish (DGE)

-ιδος
• Alolema(s): γαστρίς Poll.2.175
• Morfología: [sg. ac. γάστριν Antiph.89.5, Epicr.5.8, Chrysipp.Tyan. en Ath.647f; compar. γαστρίστερος Pl.Com.219]
I 1glotón de pers., Ar.Au.1604, Th.816, Epicr.l.c., Antiph.l.c., Pl.Com.l.c., Ath.258f, Ael.VH 1.28, Poll.l.c., Iul.Or.8.176c, Hsch., Eust.1837.39
tb. de anim. κύων Ath.160e
fig. γ. ἡδονή placer que reside en la glotonería Ph.1.261.
2 panzudo πίθος Ael.NA 14.26.
3 que tiene lombrices Hsch.s.u. γάστριδες, Sud., EM 221.54G.
II subst.
1 vasija panzuda γαστρεῖς (sic) τρεῖς IG 11(2).154A.69 (Delos III a.C.).
2 cierto pastel de origen cretense, Chrysipp.Tyan.l.c., cf. γάστριον.

Greek Monolingual

γάστρις (-ιδος και -εως), ο, η (Α) γαστήρ
1. ο γαστρίμαργος.
2. πιθάρι εξογκωμένο στη μέση
3. είδος γλυκίσματος
4. το σκουλήκι έλμινς.

Greek Monotonic

γάστρις: -ιδος, ὁ, κοιλιόδουλος, αχόρταγος, γαστρίμαργος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

γάστρις: ιδος ὁ лакомка, обжора, чревоугодник Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γάστρις -ιδος en -εως, ὁ γαστήρ gulzigaard, veelvraat.

Middle Liddell

a glutton, Ar.