εὐπίνεια

From LSJ
Revision as of 13:42, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπίνεια Medium diacritics: εὐπίνεια Low diacritics: ευπίνεια Capitals: ΕΥΠΙΝΕΙΑ
Transliteration A: eupíneia Transliteration B: eupineia Transliteration C: efpineia Beta Code: eu)pi/neia

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, perhaps A elegance of style, Longin.30.1; cf.sq.11. 2 εὐπινείας χάριν for embellishment, Heliod. ap. Orib.49.4.42.

German (Pape)

[Seite 1088] ἡ, alte, einfache und kräftige Schönheit im Ausdruck, Longin. 30, 1; vgl. nitor obsoletus, Auct. ad Herenn. 4, 46.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπίνεια: ἡ, ἀρχαιοπρεπὴς καλλονὴ ἐκφράσεως, ἐφ᾿ ἧς ὁ τῆς ἀρχαιότητος πίνος, δηλ. ὁ χνοῦς ἠρέμα καὶ λεληθότως ἐπιτρέχει, nitor obsoletus (Auct. ad Herenn. 4. 16)· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ὕφους τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, ἁπλότης, ἀφέλεια, Λογγῖνος 30· ἴδε εὐπινὴς ΙΙ. 2) ποιότης καλοῦ σιδήρου, Ὀρειβάσ. 125 Mai.

Greek Monolingual

εὐπίνεια, ἡ (Α) ευπινής
1. (για ύφος) απλότητα, κομψότητα εκφράσεως
2. διακόσμηση
3. (για σίδηρο) καλή ποιότητα, λαμπρότητα.