βατεύω

From LSJ
Revision as of 13:45, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰτεύω Medium diacritics: βατεύω Low diacritics: βατεύω Capitals: ΒΑΤΕΥΩ
Transliteration A: bateúō Transliteration B: bateuō Transliteration C: vateyo Beta Code: bateu/w

English (LSJ)

perhaps A trample, damage, τὰ βεβατ[ευ]μένα BGU45.21 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 438] = βατέω; aber Eur. Suppl. 1028 ist für τάφον βατεύουσα richtig ματεύουσα emendirt.

Spanish (DGE)

destrozar en v. pas. τέλος οἰκίας βατευομέ(νης) parte de una casa medio en ruinas, PAshm.24.6 (I a.C.), τὰ βεβατ[ευ] μένα ὑπ' αὐτῶν BGU 45.21 (III d.C.).
• Etimología: v. 1 βατέω.

Greek Monolingual

βατεύω)
νεοελλ.
(για ζώα ή και ανθρώπους με αντικ. θηλ. προσ.) έρχομαι σε σαρκική μίξη, καβαλάω
αρχ.
προξενώ βλάβη, καταπατώ, ποδοπατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βατώ (-έω) (κατά το οχεύω) < -βατος, -βάτης < βαίνω].