ἀσώδης

From LSJ
Revision as of 23:55, 8 October 2021 by Spiros (talk | contribs)

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσώδης Medium diacritics: ἀσώδης Low diacritics: ασώδης Capitals: ΑΣΩΔΗΣ
Transliteration A: asṓdēs Transliteration B: asōdēs Transliteration C: asodis Beta Code: a)sw/dhs

English (LSJ)

[ᾰ], ες, (ἄση)
A attended with nausea, ὀδύνη prob. in Hp.Art. 19; nauseating, suffering from nausea, nauseated, disgusted, Id.Acut.67; ἀ. στόμαχοι Dsc.1.17; surfeited, Plu.2.974b. Adv. ἀσωδῶς, Ion. ἀσωδέως = with nausea Gal.10.437.
II (ἄσις) slimy, muddy, A.Supp.31 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 382] ες, 1) (ἄσις) χέρσος, schlammig, versandet, Aesch. Suppl. 31. – 2) (ἄση), Ekel erregend, lästig, Galen.; Ekel empfindend, Plut. Sol. an. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσώδης: [ᾰ], (ἄση) μετ’ ἄσης, μετὰ ναυτίας, ναυτιώδης, ὀδύνη Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· ὁ πάσχων ἐκ ναυτιάσως, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 395· ― Ἐπίρρ. ἀσωδῶς Ὀρειβάσ. ἐν Chirurg. Vett. 73. ΙΙ. (ἐκ τοῦ ἄσις), ἰλυώδης, βορβορώδης, χέρσῳ τῇδ’ ἐν ἀσώδει Αἰσχύλ. Ἱκ. 32.

French (Bailly abrégé)

1ης, ες :
dégoûté, blasé.
Étymologie: ἄση, -ωδης.
2ης, ες :
marécageux.
Étymologie: ἄσις.

Spanish (DGE)

-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
1 pantanoso χέρσος A.Supp.31.
2 arenoso Hsch.
-ες
medic.
I 1que siente náuseas οἱ ἀσώδεες los pacientes con náuseas Hp.Acut.67, cf. Epid.1.26.9, Prorrh.1.76, Coac.19, ἀσώδεις στόμαχοι Dsc.1.17, ἀσώδης ὁ κάμνων Gal.15.833.
2 que comporta náusea τὰ ἐξ ἐμέτου ἀσώδεος ... μανικά los delirios maníacos a partir de un vómito con náuseas Hp.Prorrh.1.17, οἱ ... ἀσώδεες πυρετοί Hp.Coac.34, τὰ ἐπιμήνια ... ἀσώδεα Hp.Mul.2.175, ἀσώδεις διαθέσεις Gal.13.122
neutr. como subst. τὸ ἀσῶδες náusea Hp.Art.19, Prorrh.1.162, 165.
II adv. ἀσωδῶς, jón. ἀσωδέως = con náusea, con ansiedad τὸ ὑπορέγχειν ἀ. Hp.Coac.18, ἀ. κνήσεσθαι Gal.10.437.

Greek Monolingual

(I)
ἀσώδης, -ες (Α) άση
1. αυτός που αισθάνεται αηδία ή ναυτία από το υπερβολικό φαγητό, αυτός που έφαγε μέχρι κορεσμού
2. εκείνος που συνοδεύεται από ναυτίαἀσώδης ὀδύνη»).
(II)
ἀσώδης, -ες (Α) άσις
λασπωμένος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσώδης: ἄση пресыщенный, наевшийся до отвала Plut.
ἄσις илистый (χέρσος Aesch.).